- Ἀφροδίσιοι
- Ἀφροδίσιοςbelonging to the goddess of lovemasc nom/voc plἈφροδίσιοςbelonging to the goddess of lovemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀφροδίσιοι — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc nom/voc pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπνέω — ΜΑ, και ποιητ. τ. προσπνείω Α (μτβ.) πνέω πάνω σε κάτι, εμπνέω («πᾱσιν δ ἥπιος ἥδε βροτοῑς μαλακούς... ἔρωτας προσπνέει», Θεόκρ.) αρχ. 1. γραμμ. προφέρω ή γράφω μια λέξη με δασεία 2. (αμτβ.) πνέω, φυσώ («εὐθὺς ἡμῑν ἀπ αὐτοῡ τοῡ τεμένους… … Dictionary of Greek